-
1 διαθρυπτω
(pass.: aor. διετρύφην - поздн. διεθρύφθην)1) разбивать, сокрушать(τριχθά τε καὴ τετραχθὰ διατρυφὲν ξίφος Hom.; ἀσπίδες διατεθρυμμέναι Xen.; κρατήσας καὴ διαθρύψας τὸ τείχισμα Plut.; τὸ κρανίον τινός Luc.)
2) расслаблять, изнеживать3) развращать, портить(τινά Plat.; διαθρυπτόμενοι πλούτω Aesch. и διὰ τὸν πλοῦτον Xen.)
διατεθρύφθαι τῷ βίῳ Plut. — предаться распутной жизни;διατεθρυμμένος τὰ ὦτα κολακείαις Plut. — развращенный льстивыми нашептываниями4) med. кокетничать, рисоваться, жеманничать Theocr.